- τρίγαμος
- τρίγαμοςthrice-marriedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίγαμος — η, ο / τρίγαμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων 2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως μσν. αρχ. αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει… … Dictionary of Greek
τρίγαμος — η, ο 1. αυτός που τέλεσε τρίτο γάμο μετά τη διάλυση των δύο προηγούμενων. 2. αυτός που είναι παντρεμένος με τρεις γυναίκες συγχρόνως: Τον έκλεισαν στη φυλακή, γιατί είναι τρίγαμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριγάμοιο — τρίγαμος thrice married masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγάμους — τρίγαμος thrice married masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγάμων — τρίγαμος thrice married masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίγαμοι — τρίγαμος thrice married masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
τριγαμία — η, ΝΜΑ [τρίγαμος] νεοελλ. 1. η σύναψη τρίτου γάμου μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων 2. το να έχει κανείς τρεις συζύγους συγχρόνως μσν. αρχ. ο τρίτος γάμος … Dictionary of Greek
τριγαμώ — έω, Μ [τρίγαμος] παντρεύομαι τρεις φορές … Dictionary of Greek
ԵՐԵՔԿԻՆ — (կնի կամ կնոյ, կնիք, կնաց.) NBH 1 0681 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. τρισσός, ττός, τρισπλάσιος, τρίτος triplex, ternus, trinus, tertius Երրեակ. եռեակ. երեքնակ. երեքպատիկ. եռամասնեայ. երրորդ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)